βραδύνουσι

βραδύνουσι
βραδύ̱νουσι , βραδύνω
make slow
aor subj act 3rd pl (epic)
βραδύ̱νουσι , βραδύνω
make slow
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
βραδύ̱νουσι , βραδύνω
make slow
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επεμβάλλω — ἐπεμβάλλω (AM) [εμβάλλω] μσν. (νομ.) φρ. ἐπεμβάλλω ἑμαυτόν παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ για ξένο χρέος αρχ. 1. τοποθετώ, βάζω επί πλέον («πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο», Ησίοδ.) 2. συσσωρεύω λέξεις 3. καταρρίπτω, γκρεμίζω προς τα μέσα («δόμους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”